παρεμπόρευμα

παρεμπόρευμα
-εύματος, το, ΝΑ [παρεμπορεύομαι]
νεοελλ.
ναυτ. μικρής ποσότητας και αξίας εμπόρευμα, το οποίο μεταφέρεται με τη φροντίδα αξιωματικών ή ανδρών τού πληρώματος, χωρίς να καταβληθεί ναύλος ή να γίνει σχετική εγγραφή και το οποίο αποτελεί πηγή άδηλων πόρων γι' αυτούς
αρχ.
εμπόρευμα ευτελές, μικρής αξίας, ή έκτακτο κέρδος
2. μτφ. α) παράρτημα
β) πάρεργο
3. αποτέλεσμα («παρεμπόρευμα τῆς εἰσπνοῆς ἤ τῶν ὀσμῶν γίγνεται διάγνωσις», Γαλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παρεμπόρευμα — merchandise of small value neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεμπορεύματα — παρεμπόρευμα merchandise of small value neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”